- Φυλάκας
- Φυλάκᾱς , Φυλάκηfem acc plΦυλάκᾱς , Φυλάκηfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
φύλακας — ο αυτός που φυλάγει κάτι, ο φρουρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακᾶς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακάς — φυλακά̱ς , φυλακή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — φύλαξ watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφύλακας — ο (Α ἱεροφύλαξ και ποιητ. τ. ἱροφύλαξ) φύλακας τού ναού, επιστάτης τού ναού νεοελλ. ο φύλακας τών ιερών σκευών, ο φύλακας τού ιεροφυλακίου αρχ. (στη Ρώμη) ο αρχιερέας (pontifex) … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] … Dictionary of Greek
αμαξοφύλακας — ο 1. φύλακας αμαξών 2. αυτός που εποπτεύει και φροντίζει στον σταθμό ή στο αμαξοστάσιο τις σιδηροδρομικές άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + φύλακας] … Dictionary of Greek
αρχαιοφύλακας — και λαξ ( ακος), ο 1. ο φύλακας μουσείου 2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων … Dictionary of Greek